καραμπόλα

καραμπόλα
η
1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλες
β) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες
2. μτφ. α) αλλεπάλληλη πρόσκρουση ενός σώματος πάνω σε άλλα ή κάθε ισχυρή σύγκρουση δύο σωμάτων
β) (ειδικότερα) αλυσιδωτή σύγκρουση αυτοκινήτων, τού ενός πάνω στο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carambole (η κόκκινη σφαίρα τού μπιλιάρδου) < ισπ. carambola με αρχική σημ. «καρπός τού δένδρου carambil τής Μαλαισίας που έμοιαζε με πορτοκάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καραμπόλα — η (λ. γαλλ.) 1. όρος του σφαιριστηρίου που σημαίνει επιτυχία στο μπιλιάρδο, κατά την οποία ο παίχτης κατορθώνει να χτυπήσει με τη σφαίρα του τις άλλες δύο σφαίρες. 2. η πολλαπλή σύγκρουση ενός αυτοκινήτου πάνω σε άλλα: Έγινε μια καραμπόλα στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιλιάρδο — Παιχνίδι άγνωστης προέλευσης, που παίζεται με μπίλιες, πάνω σε ειδικό ορθογώνιο τραπέζι, οροθετημένο με ελαστικά περιθώρια, τις σπόντες. Η επίπεδη επιφάνεια του τραπεζιού έχει διαστάσεις 2,80 x 1,40 μ. και αποτελείται από πλάκα σχιστόλιθου που,… …   Dictionary of Greek

  • σπόντα — η, Ν 1. το εσωτερικό πλευρό τού σφαιριστηρίου, τού μπιλιάρδου 2. υπαινιγμός, συν. καυστικός 3. φρ. α) «καραμπόλα από σπόντα» καραμπόλα όχι με βολή απευθείας αλλά με γωνία που έχει ως κορυφή ένα σημείο τών πλευρών τού σφαιριστηρίου β) «από σπόντα» …   Dictionary of Greek

  • Πάρνηθα — I Oρεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ.), στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχαρνών και βρίσκεται πάνω στο ομώνυμο βουνό, B του δήμου. II Όρος της Αττικής, το υψηλότερο και ογκωδέστερο, στα όρια με τη… …   Dictionary of Greek

  • δίσποντος — η, ο 1. (για καραμπόλα στο μπιλιάρδο) αυτή που γίνεται με δύο χτυπήματα τής μπίλιας στις πλευρές (σπόντες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δίσποντο εργαλείο παπουτσή με ξύλινη λαβή που έχει δύο αιχμές χαλύβδινες και χρησιμεύει για να χαράζει τα καττύματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”