- καραμπόλα
- η1. α) επιτυχημένο χτύπημα τής σφαίρας στο σφαιριστήριο, στο μπιλιάρδο, όταν ο παίκτης χτυπά με τη σφαίρα του τις δύο άλλεςβ) είδος παιγνιδιού στο σφαιριστήριο κατά το οποίο κερδίζει όποιος επιτύχει τις περισσότερες καραμπόλες2. μτφ. α) αλλεπάλληλη πρόσκρουση ενός σώματος πάνω σε άλλα ή κάθε ισχυρή σύγκρουση δύο σωμάτωνβ) (ειδικότερα) αλυσιδωτή σύγκρουση αυτοκινήτων, τού ενός πάνω στο άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carambole (η κόκκινη σφαίρα τού μπιλιάρδου) < ισπ. carambola με αρχική σημ. «καρπός τού δένδρου carambil τής Μαλαισίας που έμοιαζε με πορτοκάλι»].
Dictionary of Greek. 2013.